ανταρτεύω

ανταρτεύω
[αντάρτης]
1. κινώ σε ανταρσία, κάνω κάποιον αντάρτη
2. γίνομαι αντάρτης, σηκώνω επανάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανταρτεύω — ανταρτεύω, αντάρτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανταρτεύω : κυρίως με παθητική αξία → γίνομαι αντάρτης, επαναστατώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”